Η νόσος Αλτσχάιμερ αποτελεί μια προοδευτική εκφυλιστική νόσος του εγκεφάλου που προσβάλλει κυρίως άτομα άνω των 65 ετών. Χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή καταστροφή νευρικών κυττάρων, οδηγώντας σε σοβαρή επιδείνωση της μνήμης και των γνωστικών λειτουργιών. Τα κύρια συμπτώματα περιλαμβάνουν απώλεια μνήμης, δυσκολία στη λήψη αποφάσεων, προβλήματα ομιλίας και αλλαγές στη συμπεριφορά.
Η νόσος Πάρκινσον είναι μια χρόνια διαταραχή του νευρικού συστήματος που επηρεάζει την κίνηση. Προκαλείται από την απώλεια κυττάρων που παράγουν ντοπαμίνη στον εγκέφαλο. Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα περιλαμβάνουν τρόμο στα άκρα, δυσκαμψία μυών, βραδύτητα κινήσεων και προβλήματα ισορροπίας. Η νόσος επηρεάζει σημαντικά την καθημερινή ζωή των ασθενών, δυσκολεύοντας απλές δραστηριότητες όπως το περπάτημα και η γραφή.
Οι αναστολείς χολινεστεράσης αποτελούν την πρωτογενή φαρμακευτική αγωγή για τη νόσο Αλτσχάιμερ. Δρουν εμποδίζοντας την αποικοδόμηση της ακετυλχολίνης, ενός νευροδιαβιβαστή που είναι σημαντικός για τη μνήμη και τη μάθηση. Τα κύρια φάρμακα αυτής της κατηγορίας που είναι διαθέσιμα στην Ελλάδα περιλαμβάνουν:
Η Memantine (Ebixa, Memomed) αποτελεί τον κύριο εκπρόσωπο των ανταγωνιστών NMDA. Ενδείκνυται για μέτρια έως σοβαρή νόσο Αλτσχάιμερ και μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνη ή σε συνδυασμό με αναστολείς χολινεστεράσης. Η δοσολογία προσαρμόζεται σταδιακά ανάλογα με την ανοχή του ασθενούς.
Η λεβοντόπα αποτελεί τη βάση της θεραπείας του Πάρκινσον στην Ελλάδα. Διατίθεται σε συνδυασμό με carbidopa (Sinemet, Nacom) ή benserazide (Madopar). Αυτοί οι συνδυασμοί εμποδίζουν τη μετατροπή της λεβοντόπα εκτός του εγκεφάλου, βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητα και μειώνοντας τις παρενέργειες. Η λεβοντόπα μετατρέπεται σε ντοπαμίνη στον εγκέφαλο, αναπληρώνοντας την έλλειψη που χαρακτηρίζει τη νόσο.
Τα φάρμακα αυτής της κατηγορίας μιμούνται τη δράση της ντοπαμίνης και περιλαμβάνουν:
Συμπληρωματικές θεραπείες περιλαμβάνουν αναστολείς MAO-B (Selegiline, Rasagiline) που προστατεύουν την ντοπαμίνη, αναστολείς COMT (Entacapone, Tolcapone) που παρατείνουν τη δράση της λεβοντόπα, και αντιχολινεργικά φάρμακα για τον έλεγχο του τρόμου.
Τα φάρμακα για το Αλτσχάιμερ μπορεί να προκαλέσουν γαστρεντερικές διαταραχές όπως διάρροια και στομαχικό άλγος. Συχνές είναι επίσης η ναυτία και ο εμετός, ιδιαίτερα κατά την έναρξη της θεραπείας. Ζάλη και κεφαλαλγία αναφέρονται επίσης από ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς χολινεστεράσης.
Η μακροχρόνια χρήση λεβοντόπα μπορεί να οδηγήσει σε δυσκινησίες (ακούσιες κινήσεις). Οι αγωνιστές ντοπαμίνης ενδέχεται να προκαλέσουν ψυχιατρικές διαταραχές όπως παραισθήσεις ή παρορμητική συμπεριφορά. Υπόταση και καρδιαγγειακές επιδράσεις απαιτούν προσεκτική παρακολούθηση, ιδιαίτερα σε ηλικιωμένους ασθενείς.
Η σωστή χρήση των φαρμάκων για το Αλτσχάιμερ και το Πάρκινσον απαιτεί αυστηρή τήρηση της συνταγογραφημένης δοσολογίας και του χρονοδιαγράμματος λήψης. Η συνέπεια στη θεραπεία είναι κρίσιμη για τη διατήρηση σταθερών επιπέδων του φαρμάκου στον οργανισμό και την αποτελεσματικότητά του. Είναι σημαντικό να ενημερώσετε τον γιατρό σας για όλα τα φάρμακα που λαμβάνετε, καθώς μπορεί να υπάρχουν αλληλεπιδράσεις που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα της θεραπείας.
Οι τακτικοί έλεγχοι με τον ειδικό γιατρό είναι απαραίτητοι για την αξιολόγηση της πορείας της νόσου και την προσαρμογή της θεραπείας. Η στενή παρακολούθηση των συμπτωμάτων και η καταγραφή τυχόν αλλαγών βοηθούν στη βελτιστοποίηση του θεραπευτικού σχήματος ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης του ασθενούς.
Η οικογενειακή υποστήριξη παίζει καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση αυτών των νευροδεγενεγνητικών νόσων. Η φυσιοθεραπεία και η εργοθεραπεία συμβάλλουν στη διατήρηση της κινητικότητας και της αυτονομίας, ενώ η ισορροπημένη διατροφή και οι κατάλληλες διατροφικές συμβουλές ενισχύουν τη γενική υγεία.
Είναι κρίσιμο να αναζητήσετε άμεσα ιατρική συμβουλή σε περίπτωση επιδείνωσης των συμπτωμάτων, εμφάνισης νέων παρενεργειών ή σημαντικών αλλαγών στη συμπεριφορά του ασθενούς. Οι ενδείξεις αυτές μπορεί να σηματοδοτούν την ανάγκη τροποποίησης της θεραπευτικής αγωγής.
Οι τακτικοί έλεγχοι υγείας και η έγκαιρη διάγνωση είναι θεμελιώδη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών των νόσων. Ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα φαρμακευτικής φροντίδας μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής και να επιβραδύνει την εξέλιξη των συμπτωμάτων.