Τα αντιαλλεργικά φάρμακα είναι θεραπευτικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων που προκαλούνται από αλλεργικές αντιδράσεις. Ο κύριος μηχανισμός δράσης τους βασίζεται στην αναστολή της δράσης της ισταμίνης, μιας φυσικής ουσίας που απελευθερώνεται από τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος κατά τη διάρκεια μιας αλλεργικής αντίδρασης.
Η ισταμίνη παίζει κεντρικό ρόλο στις αλλεργικές αντιδράσεις, προκαλώντας συμπτώματα όπως φαγούρα, πρήξιμο, ερυθρότητα και βρογχόσπασμο. Δρα μέσω των Η1 και Η2 υποδοχέων, όπου οι Η1 υποδοχείς είναι υπεύθυνοι για τα τυπικά αλλεργικά συμπτώματα, ενώ οι Η2 συνδέονται κυρίως με την έκκριση γαστρικού οξέος.
Τα αντιαλλεργικά φάρμακα λειτουργούν ως ανταγωνιστές των υποδοχέων ισταμίνης, αποτρέποντας τη σύνδεση της ισταμίνης με τους υποδοχείς της και αναστέλλοντας έτσι την εκδήλωση των συμπτωμάτων. Ο χρόνος έναρξης δράσης κυμαίνεται από 30 λεπτά έως 2 ώρες, ενώ η διάρκεια αποτελεσματικότητας μπορεί να φτάσει τις 12-24 ώρες, ανάλογα με το είδος του φαρμάκου.
Τα κλασικά αντιισταμινικά χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να διαπερνούν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, γεγονός που προκαλεί υπνηλία και μειωμένη συγκέντρωση. Παρά τις παρενέργειές τους, είναι κατάλληλα για:
Τα μοντέρνα αντιισταμινικά προσφέρουν σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι των κλασικών. Δεν διαπερνούν εύκολα τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, με αποτέλεσμα να προκαλούν ελάχιστη ή καθόλου υπνηλία. Επιπλέον, έχουν μεγαλύτερη διάρκεια δράσης και παρουσιάζουν μειωμένες παρενέργειες, καθιστώντας τα κατάλληλα για καθημερινή χρήση.
Τα τοπικά σκευάσματα περιλαμβάνουν ρινικά σπρέι, οφθαλμικές σταγόνες και κρέμες που εφαρμόζονται απευθείας στην πληγείσα περιοχή. Προσφέρουν στοχευμένη δράση με ελάχιστες συστηματικές παρενέργειες. Τα συνδυαστικά σκευάσματα μπορεί να περιέχουν αντιισταμινικά μαζί με αποσυμφορητικά ή κορτικοστεροειδή για ενισχυμένη αποτελεσματικότητα.
Στα ελληνικά φαρμακεία διατίθεται μεγάλη ποικιλία αντιαλλεργικών σκευασμάτων που καλύπτουν όλες τις ανάγκες των ασθενών. Τα σύγχρονα αντιισταμινικά αποτελούν την πρώτη γραμμή θεραπείας για την αντιμετώπιση αλλεργικών αντιδράσεων.
Τα κυριότερα αντιισταμινικά που χορηγούνται με ιατρική συνταγή περιλαμβάνουν:
Πολλά από τα παραπάνω σκευάσματα διατίθενται και σε μικρότερες συσκευασίες χωρίς συνταγή. Επιπλέον, υπάρχουν γενόσημα προϊόντα με την ίδια δραστική ουσία αλλά σε προσιτότερες τιμές, προσφέροντας την ίδια θεραπευτική αποτελεσματικότητα.
Για την τοπική θεραπεία διατίθενται οφθαλμικές σταγόνες για την αλλεργική επιπεφυκίτιδα, ρινικά σπρέι για την αλλεργική ρινίτιδα, καθώς και δερματικές κρέμες και λοσιόν για την αντιμετώπιση εκζεμάτων και κνησμού.
Η αλλεργική ρινίτιδα αποτελεί μία από τις συχνότερες ενδείξεις χρήσης αντιαλλεργικών. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν φτάρνισμα, ρινική συμφόρηση, υδαρή έκκριση και κνησμό. Η εποχιακή μορφή συνδέεται με γύρη, ενώ η μόνιμη με ακάρεα, τρίχες ζώων και μύκητες. Η προληπτική χρήση αντιισταμινικών συνιστάται πριν την έκθεση σε γνωστά αλλεργιογόνα.
Η κνίδωση εκδηλώνεται με κοκκινωπά εξανθήματα και έντονο κνησμό. Η οξεία μορφή συχνά προκαλείται από τρόφιμα, φάρμακα ή τσιμπήματα εντόμων, ενώ η χρόνια μπορεί να οφείλεται σε αυτοάνοσους παράγοντες. Η θεραπευτική προσέγγιση περιλαμβάνει αντιισταμινικά και αποφυγή των πυροδοτικών παραγόντων.
Τα αντιαλλεργικά χρησιμοποιούνται επιτυχώς για:
Η σωστή δοσολογία των αντιαλλεργικών φαρμάκων είναι κρίσιμη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των αλλεργικών συμπτωμάτων. Για ενήλικες, η συνηθισμένη δόση αντιισταμινικών είναι μία ταμπλέτα ημερησίως, ενώ για παιδιά 6-12 ετών συνιστάται μισή δόση. Παιδιά άνω των 12 ετών μπορούν να λαμβάνουν την ίδια δόση με τους ενήλικες.
Τα περισσότερα αντιαλλεργικά λαμβάνονται μία φορά ημερησίως, κατά προτίμηση το βράδυ για τα παλαιότερα φάρμακα που προκαλούν υπνηλία, ή το πρωί για τα νεότερα. Η λήψη μπορεί να γίνει με ή χωρίς φαγητό, αν και η τροφή μπορεί να βελτιώσει την ανοχή στο στομάχι.
Σε ηλικιωμένους ασθενείς, η δόση μπορεί να χρειαστεί προσαρμογή λόγω μειωμένης νεφρικής λειτουργίας.
Τα αντιαλλεργικά φάρμακα μπορεί να προκαλέσουν διάφορες παρενέργειες, ιδιαίτερα τα παλαιότερα αντιισταμινικά πρώτης γενιάς. Η υπνηλία και η κόπωση είναι οι πιο συχνές, επηρεάζοντας το 10-25% των χρηστών. Η ξηροστομία παρατηρείται λόγω της αντιχολινεργικής δράσης, ενώ ζάλη και κεφαλαλγία μπορεί να εμφανιστούν κυρίως κατά την έναρξη της θεραπείας.
Κατά την εγκυμοσύνη και τον θηλασμό, συνιστώνται μόνο συγκεκριμένα αντιαλλεργικά μετά από ιατρική συμβουλή. Ασθενείς με νεφρική ή ηπατική δυσλειτουργία χρειάζονται προσαρμογή δόσης, ενώ άτομα με καρδιαγγειακά προβλήματα πρέπει να αποφεύγουν ορισμένα αντιισταμινικά.
Για ασφαλή χρήση, ακολουθείτε πάντα τις οδηγίες του φαρμακοποιού και μην υπερβαίνετε τη συνιστώμενη δόση.