Η ηπατίτιδα C είναι μια λοίμωξη που προκαλείται από τον ιό της ηπατίτιδας C (HCV), έναν RNA ιό που προσβάλλει κυρίως το ήπαρ. Ο ιός αυτός μπορεί να προκαλέσει τόσο οξεία όσο και χρόνια φλεγμονή του ήπατος, με την χρόνια μορφή να αποτελεί τη συχνότερη εκδήλωση.
Η μετάδοση του HCV γίνεται κυρίως μέσω επαφής με μολυσμένο αίμα. Οι κύριοι τρόποι μετάδοσης περιλαμβάνουν:
Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι περίπου 50.000-70.000 άτομα είναι χρόνια μολυσμένα με HCV. Η ηπατίτιδα C διαφέρει από τις ηπατίτιδες A και B καθώς δεν υπάρχει εμβόλιο προστασίας και η χρόνια μορφή εμφανίζεται στο 70-85% των περιπτώσεων. Τα συμπτώματα συχνά είναι ήπια ή απουσιάζουν εντελώς στα αρχικά στάδια, γεγονός που καθιστά τη νόσο "σιωπηλή".
Η διάγνωση της ηπατίτιδας C βασίζεται σε συγκεκριμένες εργαστηριακές εξετάσεις αίματος που πρέπει να πραγματοποιούνται σε διαπιστευμένα εργαστήρια.
Η πρώτη εξέταση είναι η ανίχνευση αντισωμάτων κατά του HCV (anti-HCV), η οποία δείχνει εάν κάποιος έχει εκτεθεί στον ιό. Σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος, ακολουθεί η εξέταση HCV RNA που επιβεβαιώνει την ενεργό λοίμωξη και μετρά το ιικό φορτίο.
Ο γενοτυπικός προσδιορισμός του HCV είναι απαραίτητος για την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας, καθώς υπάρχουν 6 κύριοι γενότυποι. Παράλληλα, η αξιολόγηση της βλάβης του ήπατος γίνεται μέσω:
Η παρακολούθηση των ασθενών με HCV πρέπει να γίνεται κάθε 6 μήνες, ενώ πριν τις εξετάσεις συνιστάται νηστεία 8-12 ωρών για ορισμένους βιοχημικούς δείκτες.
Η θεραπεία της ηπατίτιδας C έχει επαναστατήσει τα τελευταία χρόνια με την εισαγωγή των άμεσα αντιικών φαρμάκων (DAAs - Direct Acting Antivirals). Αυτά τα σύγχρονα φάρμακα προσφέρουν εξαιρετικά αποτελεσματικές και ασφαλείς θεραπευτικές επιλογές για τους ασθενείς με ηπατίτιδα C στην Ελλάδα.
Τα πιο σημαντικά DAAs που διατίθενται στην ελληνική αγορά περιλαμβάνουν:
Όλα τα σύγχρονα φάρμακα για την ηπατίτιδα C καλύπτονται πλήρως από τον ΕΟΠΥΥ, κάτι που καθιστά τη θεραπεία προσβάσιμη σε όλους τους ασθενείς. Η συνταγογράφηση γίνεται από εξειδικευμένους γιατρούς ηπατολόγους ή λοιμωξιολόγους.
Τα ποσοστά θεραπευτικής επιτυχίας (SVR - Sustained Virologic Response) με τα σύγχρονα φάρμακα ξεπερνούν το 95-99% για τους περισσότερους ασθενείς, ανεξάρτητα από τον γενότυπο του ιού. Αυτό αντιπροσωπεύει μια δραματική βελτίωση σε σχέση με τις παλαιότερες θεραπείες με ιντερφερόνη.
Η επιλογή του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, με πρωταρχικό κριτήριο τον γενότυπο του ιού HCV. Οι σύγχρονες θεραπείες είναι προσαρμοσμένες στις ειδικές ανάγκες κάθε ασθενούς.
Για τους γενοτύπους 1 και 4, το Ledipasvir/Sofosbuvir αποτελεί εξαιρετική επιλογή, ενώ για όλους τους γενοτύπους τα πανγενοτυπικά φάρμακα όπως το Sofosbuvir/Velpatasvir προσφέρουν μεγάλη ευελιξία. Η διάρκεια θεραπείας κυμαίνεται από 8 έως 24 εβδομάδες, ανάλογα με την κατάσταση του ασθενούς.
Ασθενείς με κίρρωση συνήθως χρειάζονται παρατεταμένη θεραπεία 12-24 εβδομάδων, ενώ ειδικοί πληθυσμοί όπως ασθενείς με συνλοίμωξη HIV ή νεφρική ανεπάρκεια απαιτούν εξατομικευμένη προσέγγιση. Η παρακολούθηση περιλαμβάνει τακτικές εργαστηριακές εξετάσεις για την αξιολόγηση της ανταπόκρισης και την έγκαιρη ανίχνευση τυχόν ανεπιθύμητων ενεργειών.
Τα σύγχρονα άμεσα αντιϊκά φάρμακα (DAAs) για την ηπατίτιδα C παρουσιάζουν γενικά καλή ανοχή. Οι πιο συχνές παρενέργειες περιλαμβάνουν κεφαλαλγία, κόπωση, ναυτία και ελαφρές γαστρεντερικές διαταραχές. Σπάνια μπορεί να εμφανιστούν εξανθήματα του δέρματος ή αϋπνία.
Τα φάρμακα για την ηπατίτιδα C μπορεί να αλληλεπιδράσουν με διάφορα φάρμακα. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται με αντιπηκτικά, αντιεπιληπτικά, ορισμένα αντιβιοτικά και φάρμακα για καρδιολογικές παθήσεις. Ενημερώστε πάντα τον γιατρό σας για όλα τα φάρμακα που λαμβάνετε.
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς χρειάζονται στενότερη παρακολούθηση. Αντενδείξεις περιλαμβάνουν σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια και υπερευαισθησία στα συστατικά. Επικοινωνήστε άμεσα με τον γιατρό σας εάν εμφανίσετε σοβαρές παρενέργειες, κιτρίνισμα των ματιών ή του δέρματος, ή έντονη κόπωση.
Η ηπατίτιδα C μεταδίδεται κυρίως μέσω αίματος. Αποφύγετε το μοίρασμα προσωπικών αντικειμένων όπως ξυραφάκια, οδοντόβουρτσες ή αντικείμενα που μπορεί να έχουν έρθει σε επαφή με αίμα.
Μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας απαιτείται τακτική παρακολούθηση για επιβεβαίωση της ίασης. Συνιστάται εμβολιασμός για ηπατίτιδα A και B εάν δεν έχετε αντισώματα προστασίας. Η τακτική επανεξέταση είναι σημαντική για την πρόληψη επαναμόλυνσης.