Τα μυοχαλαρωτικά είναι φάρμακα που μειώνουν τη μυϊκή τάση και τη σπαστικότητα, προάγοντας τη χαλάρωση των μυών. Δρουν είτε στο κεντρικό νευρικό σύστημα παρεμβαίνοντας στη νευρική μετάδοση, είτε άμεσα στη νευρομυϊκή σύναψη. Βοηθούν στην ανακούφιση από τον πόνο και την αποκατάσταση της κινητικότητας, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής των ασθενών που πάσχουν από μυϊκούς σπασμούς και σπαστικότητα.
Τα μυοχαλαρωτικά διακρίνονται σε δύο κύριες κατηγορίες με βάση τον μηχανισμό δράσης τους:
Τα κεντρικά μυοχαλαρωτικά επηρεάζουν τη μετάδοση των νευρικών σημάτων στον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό, προκαλώντας γενικευμένη μυϊκή χαλάρωση. Αντίθετα, τα περιφερικά δρουν τοπικά στη νευρομυϊκή σύναψη, αναστέλλοντας τη σύσπαση συγκεκριμένων μυών χωρίς να επηρεάζουν το κεντρικό νευρικό σύστημα.
Τα μυοχαλαρωτικά αποτελούν θεραπεία πρώτης γραμμής για τους μυϊκούς σπασμούς και τις κράμπες που προκαλούνται από υπερκόπωση, στρες ή ακούσιες κινήσεις. Παρέχουν άμεση ανακούφιση από τον πόνο και τη δυσκαμψία, επιτρέποντας την αποκατάσταση της φυσιολογικής κίνησης. Συνδυάζονται συχνά με φυσικοθεραπεία για βέλτιστα αποτελέσματα στην ανάρρωση.
Στην οξεία οσφυαλγία και τους τραυματισμούς του μυοσκελετικού συστήματος, τα μυοχαλαρωτικά μειώνουν τη μυϊκή συστολή και τη φλεγμονή. Βοηθούν στην ταχύτερη επούλωση των τραυμάτων και στην αποφυγή χρονιοποίησης του πόνου. Χρησιμοποιούνται βραχυπρόθεσμα σε συνδυασμό με αναλγητικά για μέγιστη αποτελεσματικότητα.
Σε νευρολογικές παθήσεις όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας και η εγκεφαλική παράλυση, τα μυοχαλαρωτικά είναι απαραίτητα για τη διαχείριση της σπαστικότητας. Βελτιώνουν τη λειτουργικότητα των ασθενών, διευκολύνουν τη φυσικοθεραπεία και μειώνουν τις επιπλοκές από παρατεταμένη ακινησία. Η μακροχρόνια χορήγησή τους απαιτεί προσεκτική παρακολούθηση από ειδικούς νευρολόγους για τη βέλτιστη ρύθμιση της δοσολογίας.
Η βακλοφαίνη αποτελεί ένα από τα πιο αποτελεσματικά μυοχαλαρωτικά που διατίθενται στην Ελλάδα. Λειτουργεί ως αγωνιστής των GABA-B υποδοχέων στο κεντρικό νευρικό σύστημα, μειώνοντας τη μυϊκή σπαστικότητα. Χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία της σκλήρυνσης κατά πλάκας και τραυματισμών νωτιαίου μυελού. Η δοσολογία ξεκινά από 5mg τρις ημερησίως και μπορεί να αυξηθεί σταδιακά έως 20mg τρις ημερησίως, ανάλογα με την ανταπόκριση του ασθενή και την ανοχή του οργανισμού.
Η τιζανιδίνη είναι ένας αγωνιστής των α2-αδρενεργικών υποδοχέων που δρα κεντρικά για τη μείωση του μυϊκού τόνου. Διακρίνεται για την αποτελεσματικότητά της στη θεραπεία οξέων μυοσκελετικών καταστάσεων και χρόνιας σπαστικότητας. Οι ασθενείς στην Ελλάδα τη χρησιμοποιούν συχνά για πόνους στον αυχένα και τη μέση. Η δοσολογία κυμαίνεται από 2-4mg έως τρις ημερησίως, με προσεκτική τιτλοποίηση για την αποφυγή υπότασης και υπνηλίας.
Η τολπερισόνη αποτελεί μυοχαλαρωτικό κεντρικής δράσης που αναστέλλει τα νατριούχα και ασβεστιούχα κανάλια. Ενδείκνυται για τη θεραπεία μυϊκών σπασμών και αυξημένου μυϊκού τόνου που συνοδεύουν ορθοπεδικές και νευρολογικές παθήσεις. Στην ελληνική φαρμακευτική αγορά διατίθεται σε δισκία 50mg και 150mg, με συνήθη δοσολογία 150-450mg ημερησίως σε διαιρεμένες δόσεις, προσφέροντας καλή ανοχή από τους ασθενείς.
Η διαζεπάμη, αν και κυρίως γνωστή ως αγχολυτικό, χρησιμοποιείται αποτελεσματικά και ως μυοχαλαρωτικό. Δρα στους GABA-A υποδοχείς προκαλώντας κεντρική μυϊκή χαλάρωση. Οι κύριες ενδείξεις περιλαμβάνουν:
Η δοσολογία για μυοχαλαρωτική δράση είναι 2-10mg δις έως τετράκις ημερησίως.
Η δοσολογία των μυοχαλαρωτικών ποικίλλει ανάλογα με το ενεργό συστατικό και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων. Η μεθοκαρβαμόλη χορηγείται συνήθως 1500mg καθημερινά σε διαιρεμένες δόσεις, ενώ η τιζανιδίνη ξεκινά από 2mg τρεις φορές ημερησίως. Η βακλοφένη αρχικά δίδεται 5mg τρεις φορές την ημέρα, με σταδιακή αύξηση έως 25mg ανά δόση. Η χλωροζοξαζόνη συνήθως χορηγείται 250-750mg τέσσερις φορές ημερησίως. Απαραίτητη είναι η προσαρμογή της δόσης στην ανταπόκριση του ασθενούς.
Πριν τη χορήγηση μυοχαλαρωτικών είναι απαραίτητος ο έλεγχος της ηπατικής και νεφρικής λειτουργίας. Αποφύγετε την οδήγηση και τη χρήση μηχανημάτων λόγω πιθανής υπνηλίας. Η κατανάλωση αλκοόλ απαγορεύεται καθώς αυξάνει τον κίνδυνο καταστολής του κεντρικού νευρικού συστήματος. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε ηλικιωμένους ασθενείς και άτομα με ιστορικό ψυχιατρικών διαταραχών. Η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται σταδιακά για την αποφυγή συμπτωμάτων στέρησης.
Η θεραπεία με μυοχαλαρωτικά συνήθως διαρκεί 2-3 εβδομάδες για οξείες καταστάσεις, ενώ σε χρόνιες παθήσεις μπορεί να παραταθεί. Η διακοπή πρέπει να γίνεται σταδιακά μειώνοντας τη δόση κατά 25% κάθε 3-7 ημέρες για την αποφυγή συμπτωμάτων στέρησης όπως σπασμοί, αϋπνία και άγχος. Η απότομη διακοπή αποφεύγεται ιδιαίτερα στη βακλοφένη όπου μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές.
Οι συχνότερες παρενέργειες των μυοχαλαρωτικών περιλαμβάνουν υπνηλία που εμφανίζεται στο 60-80% των ασθενών, ζάλη και αίσθημα αστάθειας, μυϊκή αδυναμία και κόπωση. Άλλες συχνές παρενέργειες είναι ναυτία, εμετός, στοματική ξηρότητα και δυσκοιλιότητα. Μπορεί να παρατηρηθούν επίσης κεφαλαλγία, σύγχυση και διαταραχές συγκέντρωσης. Οι περισσότερες από αυτές τις παρενέργειες είναι δοσοεξαρτώμενες και υποχωρούν με τη μείωση της δόσης ή τη διακοπή της θεραπείας. Η προσαρμογή της δοσολογίας μπορεί να βελτιώσει την ανοχή του φαρμάκου.
Σοβαρές παρενέργειες περιλαμβάνουν ηπατοτοξικότητα ιδιαίτερα με τη μεθοκαρβαμόλη, αναφυλακτικές αντιδράσεις και σπάνια αιματολογικές διαταραχές. Αντενδείξεις αποτελούν η μυασθένεια gravis, σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια και υπερευαισθησία στο φάρμακο. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στην εγκυμοσύνη και θηλασμό καθώς τα περισσότερα μυοχαλαρωτικά διέρχονται τον πλακουντιακό φραγμό. Η απότομη διακοπή βακλοφένης μπορεί να προκαλέσει σπασμούς και παραισθήσεις που απαιτούν άμεση ιατρική παρέμβαση.
Τα μυοχαλαρωτικά αλληλεπιδρούν με καταθλιπτικά του κεντρικού νευρικού συστήματος όπως βενζοδιαζεπίνες, οπιοειδή και αλκοόλ, αυξάνοντας τον κίνδυνο υπνηλίας και αναπνευστικής καταστολής. Η τιζανιδίνη αλληλεπιδρά με κιπροφλοξακίνη και φλουβοξαμίνη αυξάνοντας τα επίπεδά της στο αίμα. Οι αναστολείς MAO μπορεί να αυξήσουν τις παρενέργειες ορισμένων μυοχαλαρωτικών. Ενημερώστε πάντα τον φαρμακοποιό σας για όλα τα φάρμακα που λαμβάνετε.
Τα μυοχαλαρωτικά χορηγούνται αποκλειστικά με ιατρική συνταγή και απαιτούν τακτική παρακολούθηση από γιατρό. Η αυτοθεραπεία και η αλλαγή δοσολογίας χωρίς ιατρική συμβουλή μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές. Απαραίτητος είναι ο περιοδικός έλεγχος της ηπατικής λειτουργίας, ιδιαίτερα στη μακροχρόνια χρήση. Ο γιατρός σας θα αξιολογήσει την ανταπόκριση στη θεραπεία και θα προσαρμόσει τη δοσολογία ανάλογα με τις ανάγκες σας και την εμφάνιση παρενεργειών.
Η φαρμακευτική αγωγή με μυοχαλαρωτικά συνδυάζεται αποτελεσματικά με φυσιοθεραπεία για τη βελτίωση της κινητικότητας και τη μείωση του πόνου. Το θεραπευτικό μασάζ βοηθά στη χαλάρωση των μυών και τη βελτίωση της κυκλοφορίας του αίματος. Ασκήσεις ήπιας έντασης, εφαρμογή θερμότητας ή κρύου και τεχνικές διαχείρισης στρες συμπληρώνουν την κύρια θεραπεία για καλύτερα αποτελέσματα στη θεραπεία των μυοσκελετικών διαταραχών.
Επικοινωνήστε άμεσα με τον γιατρό σας σε περίπτωση: