Η κατάθλιψη είναι μια σοβαρή ψυχική διαταραχή που επηρεάζει τη διάθεση, τις σκέψεις και τη συμπεριφορά του ατόμου. Χαρακτηρίζεται από έντονα συναισθήματα θλίψης, απελπισίας και απώλειας ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που παλαιότερα προκαλούσαν ευχαρίστηση. Οι κύριοι τύποι καταθλιπτικών διαταραχών περιλαμβάνουν τη μείζονα κατάθλιψη, τη δυσθυμία και τη διπολική διαταραχή. Η κατάθλιψη επηρεάζει σημαντικά την καθημερινή ζωή, επιδρώντας στις σχέσεις, την εργασία και τη γενικότερη ποιότητα ζωής του ασθενή.
Στην ελληνική αγορά διατίθενται διάφορες κατηγορίες αντικαταθλιπτικών φαρμάκων. Τα αντικαταθλιπτικά SSRI αποτελούν την πρώτη γραμμή θεραπείας και περιλαμβάνουν:
Επίσης διατίθενται τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά όπως η αμιτριπτυλίνη και η ιμιπραμίνη για ειδικές περιπτώσεις.
Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα χρειάζονται συνήθως 2-6 εβδομάδες για να εμφανίσουν πλήρη θεραπευτική δράση. Οι κύριες παρενέργειες περιλαμβάνουν ναυτία, ζάλη, διαταραχές ύπνου και σεξουαλικές δυσλειτουργίες. Η ιατρική παρακολούθηση είναι απαραίτητη καθώς υπάρχει κίνδυνος αλληλεπιδράσεων με άλλα φάρμακα. Η απότομη διακοπή της αγωγής πρέπει να αποφεύγεται και η δοσολογία να μειώνεται σταδιακά υπό ιατρική επίβλεψη.
Οι διαταραχές άγχους αποτελούν μια ομάδα ψυχικών διαταραχών που χαρακτηρίζονται από υπερβολικό φόβο και ανησυχία. Η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή εκδηλώνεται με συνεχή ανησυχία για καθημερινά θέματα, ενώ η διαταραχή πανικού περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενες κρίσεις πανικού με έντονα σωματικά συμπτώματα. Το κοινωνικό άγχος εμφανίζεται σε κοινωνικές καταστάσεις, ενώ οι φοβίες αφορούν συγκεκριμένα αντικείμενα ή καταστάσεις. Η αγοραφοβία είναι ο φόβος για χώρους από τους οποίους θα ήταν δύσκολο να διαφύγει κανείς σε περίπτωση κρίσης πανικού.
Οι βενζοδιαζεπίνες αποτελούν την πρώτη γραμμή θεραπείας για την οξεία αντιμετώπιση του άγχους και των κρίσεων πανικού. Το Alprazolam είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό για τη διαταραχή πανικού, ενώ το Lorazepam χρησιμοποιείται συχνά για το γενικευμένο άγχος. Το Diazepam προσφέρει μακρότερη δράση και είναι κατάλληλο για την αντιμετώπιση της μυϊκής έντασης που συνοδεύει το άγχος.
Τα SSRI (Selective Serotonin Reuptake Inhibitors) και SNRI (Serotonin-Norepinephrine Reuptake Inhibitors) αποτελούν τη μακροπρόθεσμη θεραπεία επιλογής για τις περισσότερες αγχώδεις διαταραχές. Είναι ασφαλή στη χρήση και δεν δημιουργούν εξάρτηση, ενώ παρέχουν σταθερή βελτίωση των συμπτωμάτων.
Τα beta-blockers όπως η προπρανολόλη είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για την αντιμετώπιση των σωματικών συμπτωμάτων του άγχους, όπως ο ταχυπαλμία, το τρέμουλο και η υπεργίδρωση. Χρησιμοποιούνται συχνά σε καταστάσεις κοινωνικού άγχους ή πριν από στρεσογόνες καταστάσεις.
Συμπληρώματα όπως η βαλεριάνα, η πασιφλόρα και η μελισσόχορτο μπορούν να προσφέρουν ήπια ανακούφιση από το άγχος. Επίσης, το μαγνήσιο και οι βιταμίνες του συμπλέγματος B υποστηρίζουν τη φυσιολογική λειτουργία του νευρικού συστήματος.
Οι βενζοδιαζεπίνες ενέχουν κίνδυνο εξάρτησης, ιδιαίτερα με παρατεταμένη χρήση άνω των 2-4 εβδομάδων. Η ανοχή μπορεί να αναπτυχθεί σχετικά γρήγορα, οδηγώντας στην ανάγκη αύξησης της δόσης για την επίτευξη του ίδιου θεραπευτικού αποτελέσματος.
Η απότομη διακοπή των βενζοδιαζεπινών μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνα συμπτώματα στέρησης. Η διακοπή πρέπει να γίνεται σταδιακά, με μείωση της δόσης κατά 10-25% εβδομαδιαίως, πάντα υπό ιατρική επίβλεψη για την αποφυγή επιπλοκών.
Η ταυτόχρονη χρήση αλκοόλ με ψυχοφάρμακα, ιδιαίτερα βενζοδιαζεπίνες, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή καταστολή του αναπνευστικού συστήματος και απώλεια συνείδησης. Οι ασθενείς πρέπει να αποφεύγουν πλήρως το αλκοόλ κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Η διπολική διαταραχή χαρακτηρίζεται από εναλλαγή ακραίων διαθεσιακών καταστάσεων, από μανιακά ή υπομανιακά επεισόδια έως βαθιά καταθλιπτικά επεισόδια. Ο Τύπος I περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα μανιακό επεισόδιο, ενώ ο Τύπος II χαρακτηρίζεται από υπομανιακά και καταθλιπτικά επεισόδια. Η διάγνωση απαιτεί προσεκτική αξιολόγηση του ιστορικού και την παρακολούθηση των συμπτωμάτων στο χρόνο.
Οι σταθεροποιητές διάθεσης αποτελούν τη βάση της θεραπείας της διπολικής διαταραχής, προλαμβάνοντας τόσο τα μανιακά όσο και τα καταθλιπτικά επεισόδια. Η θεραπεία προσαρμόζεται ανάλογα με τη φάση της νόσου και τα ατομικά χαρακτηριστικά του ασθενούς:
Η παρακολούθηση των επιπέδων των φαρμάκων στο αίμα είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και την αποφυγή τοξικότητας, ιδιαίτερα για το λίθιο και το valproate.
Οι ψυχωσικές διαταραχές χαρακτηρίζονται από διαφορετικούς τύπους συμπτωμάτων που επηρεάζουν την αντίληψη της πραγματικότητας. Τα θετικά συμπτώματα περιλαμβάνουν παραισθήσεις (ακουστικές, οπτικές ή απτικές), παραληρήματα και αποδιοργανωμένη σκέψη. Τα αρνητικά συμπτώματα εκδηλώνονται με μειωμένη συναισθηματική έκφραση, κοινωνική απόσυρση και μειωμένη ενέργεια. Οι γνωστικές διαταραχές επηρεάζουν τη μνήμη, την προσοχή και την ικανότητα λήψης αποφάσεων.
Η φαρμακευτική αντιμετώπιση των ψυχωσικών διαταραχών βασίζεται σε αντιψυχωσικά φάρμακα. Τα τυπικά αντιψυχωσικά όπως η Haloperidol και η Chlorpromazine ήταν τα πρώτα που χρησιμοποιήθηκαν, αλλά συχνά προκαλούν εξωπυραμιδικές παρενέργειες. Τα άτυπα αντιψυχωσικά (Risperidone, Olanzapine, Quetiapine, Aripiprazole) προσφέρουν καλύτερη ανοχή και αποτελεσματικότητα στα αρνητικά συμπτώματα. Για ασθενείς με προβλήματα συμμόρφωσης διατίθενται ενέσιμες μορφές μακράς δράσης. Η διαχείριση παρενεργειών απαιτεί τακτική παρακολούθηση και προσαρμογή της δοσολογίας.
Οι διαταραχές ύπνου επηρεάζουν μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού και μπορούν να οφείλονται σε διάφορους παράγοντες. Η αϋπνία είναι η πιο συχνή και μπορεί να προκληθεί από άγχος, κατάθλιψη, φάρμακα ή κακές συνήθειες ύπνου. Η υπνική άπνοια χαρακτηρίζεται από διακοπές της αναπνοής κατά τη διάρκεια του ύπνου, ενώ το σύνδρομο ανήσυχων ποδιών προκαλεί δυσφορία και ανάγκη κίνησης των άκρων.
Η φαρμακευτική αντιμετώπιση των διαταραχών ύπνου περιλαμβάνει διάφορες επιλογές:
Η ΔΕΠΥ είναι νευροαναπτυξιακή διαταραχή που εκδηλώνεται με δυσκολία συγκέντρωσης, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα. Στα παιδιά τα συμπτώματα περιλαμβάνουν δυσκολίες στο σχολείο, ανησυχία και προβλήματα συμπεριφοράς. Στους ενήλικες μπορεί να εκδηλωθεί με δυσκολία οργάνωσης, προβλήματα στις σχέσεις και επαγγελματικές δυσκολίες. Η διάγνωση απαιτεί εκτενή αξιολόγηση από ειδικό.
Τα διεγερτικά φάρμακα όπως η Methylphenidate αποτελούν πρώτη γραμμή θεραπείας, βελτιώνοντας τη συγκέντρωση και μειώνοντας την υπερκινητικότητα. Η Atomoxetine είναι μη διεγερτική επιλογή κατάλληλη για ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στα διεγερτικά. Σε παιδιά απαιτείται στενή παρακολούθηση της ανάπτυξης και του βάρους. Οι διετητικές συμβουλές περιλαμβάνουν αποφυγή τεχνητών χρωστικών και συντηρητικών, ενώ η τακτική άσκηση και οι ρουτίνες βελτιώνουν τα αποτελέσματα της θεραπείας.