Η υπέρταση ή υψηλή αρτηριακή πίεση είναι μια χρόνια κατάσταση κατά την οποία η πίεση του αίματος στα αρτηριακά τοιχώματα παραμένει συστηματικά αυξημένη. Αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις και χαρακτηρίζεται ως "σιωπηλός δολοφόνος" επειδή συχνά δεν προκαλεί εμφανή συμπτώματα. Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι περισσότερο από το 30% του ενήλικου πληθυσμού πάσχει από υπέρταση, με το ποσοστό να αυξάνεται σημαντικά με την ηλικία. Η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση είναι κρίσιμη για την πρόληψη επιπλοκών όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου, το εγκεφαλικό επεισόδιο και η νεφρική ανεπάρκεια.
Η αρτηριακή πίεση μετράται σε χιλιοστά υδραργύρου (mmHg) και εκφράζεται με δύο αριθμούς. Ο πρώτος αριθμός (συστολική πίεση) αντιπροσωπεύει την πίεση όταν η καρδιά συσπάται, ενώ ο δεύτερος (διαστολική πίεση) την πίεση όταν η καρδιά χαλαρώνει. Φυσιολογικές θεωρούνται οι τιμές κάτω από 120/80 mmHg. Τιμές 120-129/80-84 mmHg χαρακτηρίζονται ως υψηλές φυσιολογικές, ενώ υπέρταση διαγιγνώσκεται όταν οι τιμές υπερβαίνουν τα 140/90 mmHg σε επαναλαμβανόμενες μετρήσεις.
Η υπέρταση διακρίνεται σε δύο κύριες κατηγορίες. Η πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής υπέρταση αποτελεί το 90-95% των περιπτώσεων και δεν έχει συγκεκριμένο αίτιο, αλλά οφείλεται σε συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Η δευτεροπαθής υπέρταση αντιπροσωπεύει το 5-10% των περιπτώσεων και προκαλείται από συγκεκριμένες παθήσεις όπως νεφρικές νόσους, ενδοκρινικές διαταραχές, στένωση νεφρικής αρτηρίας ή από τη λήψη ορισμένων φαρμάκων. Η δευτεροπαθής υπέρταση είναι συχνά αναστρέψιμη με την αντιμετώπιση του υποκείμενου αιτίου.
Η κληρονομικότητα παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη υπέρτασης. Άτομα με οικογενειακό ιστορικό υπέρτασης έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν τη νόσο. Μελέτες δείχνουν ότι η γενετική προδιάθεση μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο κατά 30-60%. Παρόλα αυτά, η παρουσία γενετικών παραγόντων δεν σημαίνει αναπόφευκτη εμφάνιση υπέρτασης, καθώς οι περιβαλλοντικοί παράγοντες και ο τρόπος ζωής μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την έκφραση αυτής της προδιάθεσης.
Ο τρόπος ζωής αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη υπέρτασης. Η υπερκατανάλωση αλατιού, που είναι συχνή στη μεσογειακή διατροφή, συμβάλλει στην αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Το κάπνισμα προκαλεί άμεση αύξηση της πίεσης και μακροχρόνια βλάβη των αγγείων. Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ (περισσότερα από 2-3 ποτά ημερησίως) συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο υπέρτασης. Επιπλέον, η παχυσαρκία, η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας και το χρόνιο στρες αποτελούν σημαντικούς τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου που επηρεάζουν σημαντικά την αρτηριακή πίεση.
Η ηλικία αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου, καθώς η αρτηριακή πίεση τείνει να αυξάνεται με την πάροδο των ετών. Οι άνδρες παρουσιάζουν υψηλότερο κίνδυνο σε νεαρή ηλικία, ενώ οι γυναίκες αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο μετά την εμμηνόπαυση. Στην Ελλάδα, η επίπτωση της υπέρτασης αυξάνεται δραματικά μετά την ηλικία των 65 ετών, επηρεάζοντας περισσότερο από το 60% του πληθυσμού αυτής της ηλικιακής ομάδας.
Πολλές παθήσεις συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο υπέρτασης. Οι κυριότερες περιλαμβάνουν:
Αυτές οι παθήσεις δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο, καθώς η υπέρταση με τη σειρά της επιδεινώνει την πρόγνωση πολλών από αυτές τις καταστάσεις.
Η υπέρταση χαρακτηρίζεται ως "σιωπηλός δολοφόνος" διότι συχνά δεν προκαλεί εμφανή συμπτώματα στα αρχικά στάδια. Όταν εμφανιστούν συμπτώματα, μπορεί να περιλαμβάνουν κεφαλαλγίες, ιδιαίτερα στην αυχενική περιοχή το πρωί, ζαλάδες, θολή όραση, αίσθημα κόπωσης και δύσπνοια κατά την προσπάθεια. Σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να παρατηρηθούν αιμορραγίες από τη μύτη, πόνος στο στήθος και αίσθημα αγχώδους διέγερσης. Η έγκαιρη αναγνώριση αυτών των σημείων είναι κρίσιμη για την πρόληψη επιπλοκών.
Η διάγνωση της υπέρτασης βασίζεται κυρίως στη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης με σφυγμομανόμετρο. Για επιβεβαίωση της διάγνωσης απαιτούνται τουλάχιστον δύο ανεξάρτητες μετρήσεις σε διαφορετικές επισκέψεις. Η 24ωρη παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης (ABPM) και η οικιακή μέτρηση παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες. Επιπλέον εξετάσεις περιλαμβάνουν αιματολογικές εξετάσεις, ηλεκτροκαρδιογράφημα, υπερηχογράφημα καρδιάς και νεφρών για αξιολόγηση πιθανών επιπλοκών και αιτιών δευτεροπαθούς υπέρτασης.
Οι τακτικές μετρήσεις της αρτηριακής πίεσης αποτελούν τη βάση για την έγκαιρη διάγνωση και παρακολούθηση της υπέρτασης. Συνιστάται μέτρηση τουλάχιστον μία φορά ετησίως για άτομα άνω των 40 ετών και συχνότερη για εκείνους με παράγοντες κινδύνου. Η οικιακή αυτομέτρηση βοηθά στην αποφυγή του φαινομένου "υπέρταση λευκής ποδιάς" και παρέχει ακριβέστερη εικόνα της πραγματικής κατάστασης του ασθενούς, επιτρέποντας καλύτερη ρύθμιση της θεραπείας.
Οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (ACE) αποτελούν θεμελιώδη θεραπεία για την υπέρταση. Δρουν αναστέλλοντας τη μετατροπή της αγγειοτενσίνης I σε αγγειοτενσίνη II, προκαλώντας αγγειοδιαστολή και μείωση της κατακράτησης νατρίου. Οι κυριότερες δραστικές ουσίες περιλαμβάνουν:
Παρέχουν επιπλέον καρδιοπροστασία και νεφροπροστασία.
Οι αποκλειστές υποδοχέων αγγειοτενσίνης II (ARBs) αποτελούν εξαιρετική εναλλακτική των ACE αναστολέων, ιδιαίτερα για ασθενείς που αντιμετωπίζουν ξηρό βήχα. Δρουν απευθείας στους υποδοχείς AT1, αποκλείοντας τη δράση της αγγειοτενσίνης II. Η λοσαρτάνη ήταν η πρώτη εγκεκριμένη ουσία της κατηγορίας, ενώ η βαλσαρτάνη προσφέρει ισχυρότερη και μακρύτερη δράση. Παρουσιάζουν καλύτερη ανεκτικότητα από τους ACE αναστολείς και παρέχουν παρόμοια καρδιαγγειακή προστασία.
Τα διουρητικά αποτελούν μία από τις παλαιότερες και αποτελεσματικότερες κατηγορίες αντιυπερτασικών φαρμάκων. Η υδροχλωροθειαζίδη είναι θειαζιδικό διουρητικό που δρα στους νεφρούς προάγοντας την απέκκριση νατρίου και νερού. Η φουροσεμίδη, ως διουρητικό της αγκύλης, έχει ισχυρότερη δράση και χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις καρδιακής ανεπάρκειας. Συχνά συνδυάζονται με άλλες κατηγορίες αντιυπερτασικών φαρμάκων για βέλτιστα αποτελέσματα.
Οι αποκλειστές καναλιών ασβεστίου προκαλούν αγγειοδιαστολή μειώνοντας την εισροή ασβεστίου στα λεία μυϊκά κύτταρα των αγγείων. Η αμλοδιπίνη εμφανίζει μεγάλη ημιζωή και σταθερή αντιυπερτασική δράση καθ' όλο το 24ωρο, ενώ η νιφεδιπίνη σε βραδείας αποδέσμευσης σκευάσματα παρέχει ομοιόμορφη πτώση της πίεσης. Είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά σε ηλικιωμένους ασθενείς και εκείνους με απομονωμένη συστολική υπέρταση. Η καλή ανεκτικότητά τους τα καθιστά εξαιρετική επιλογή για μακροχρόνια θεραπεία.
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της υπέρτασης συχνά απαιτεί συνδυασμό διαφορετικών κατηγοριών φαρμάκων. Οι πιο κοινοί συνδυασμοί περιλαμβάνουν αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου (ACE) με διουρητικά, αναστολείς υποδοχέων αγγειοτενσίνης με διουρητικά θειαζιδικού τύπου, και αναστολείς καναλιών ασβεστίου με αναστολείς ACE. Αυτοί οι συνδυασμοί επιτυγχάνουν καλύτερο έλεγχο της πίεσης με μικρότερες δόσεις, μειώνοντας παράλληλα τις παρενέργειες. Η επιλογή του κατάλληλου συνδυασμού εξαρτάται από την ηλικία, τα συνοδά νοσήματα και την ανταπόκριση του ασθενούς στη θεραπεία.
Η σταδιακή αύξηση της δοσολογίας αποτελεί βασική αρχή στη θεραπεία της υπέρτασης. Συνήθως ξεκινάμε με τη χαμηλότερη αποτελεσματική δόση και την αυξάνουμε κάθε 2-4 εβδομάδες μέχρι να επιτευχθεί ο στόχος. Η νεφρική λειτουργία, η ηλικία και η παρουσία άλλων παθήσεων επηρεάζουν την επιλογή δόσης. Σε ηλικιωμένους ασθενείς ή σε όσους έχουν νεφρική ανεπάρκεια απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή.
Οι αντιυπερτασικές θεραπείες μπορεί να προκαλέσουν διάφορες παρενέργειες που χρήζουν προσοχής. Τα διουρητικά μπορεί να οδηγήσουν σε υποκαλιαιμία και αφυδάτωση, οι αναστολείς ACE σε ξηρό βήχα, ενώ οι αναστολείς καναλιών ασβεστίου σε οίδημα των άκρων. Η τακτική παρακολούθηση των ηλεκτρολυτών, της νεφρικής λειτουργίας και της καρδιακής συχνότητας είναι απαραίτητη. Απαιτείται προσοχή σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο, διαβήτη ή αναπνευστικά προβλήματα.
Η μεσογειακή διατροφή αποτελεί την ιδανική επιλογή για την πρόληψη και αντιμετώπιση της υπέρτασης. Συνιστάται η κατανάλωση φρούτων, λαχανικών, ψαριών, ελαιολάδου και δημητριακών ολικής άλεσης. Ο περιορισμός του αλατιού σε λιγότερο από 5 γραμμάρια ημερησίως είναι καθοριστικός, καθώς και η αποφυγή επεξεργασμένων τροφίμων. Η κατανάλωση καλίου μέσω μπανάνας, πορτοκαλιών και πράσινων λαχανικών βοηθά στη ρύθμιση της πίεσης. Ο περιορισμός του αλκοόλ και η διατήρηση υγιούς βάρους είναι εξίσου σημαντικά.
Η τακτική αερόβια άσκηση μπορεί να μειώσει την αρτηριακή πίεση κατά 4-9 mmHg. Συνιστάται 150 λεπτά μέτριας έντασης εβδομαδιαίως, όπως γρήγορο περπάτημα, κολύμβηση ή ποδηλασία. Ασκήσεις αντίστασης 2-3 φορές την εβδομάδα συμπληρώνουν την αερόβια άσκηση. Η σταδιακή αύξηση της έντασης και διάρκειας είναι απαραίτητη, ιδιαίτερα για άτομα που ξεκινούν.
Το χρόνιο στρες συμβάλλει στην ανάπτυξη υπέρτασης. Τεχνικές χαλάρωσης όπως ο διαλογισμός, η γιόγκα και οι αναπνευστικές ασκήσεις μπορούν να βοηθήσουν. Ο επαρκής ύπνος 7-8 ώρες ημερησίως και η διατήρηση ισορροπίας μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής είναι εξίσου σημαντικά.
Η αυτοπαρακολούθηση της πίεσης στο σπίτι παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τον έλεγχο της θεραπείας. Συνιστάται η χρήση επικυρωμένων ψηφιακών πιεσόμετρων μπράτσου. Οι μετρήσεις πρέπει να γίνονται σε ήρεμο περιβάλλον, μετά από 5 λεπτά ηρεμίας. Η τήρηση ημερολογίου με τις τιμές βοηθά τον γιατρό στην προσαρμογή της θεραπείας. Συνιστώνται μετρήσεις πρωί και βράδυ για μία εβδομάδα κάθε μήνα.