Τα αντιικά φάρμακα είναι ειδικά σκευάσματα που σχεδιάστηκαν για να καταπολεμούν τις ιογενείς λοιμώξεις, παρεμποδίζοντας την αναπαραγωγή και τη διάδοση των ιών στον οργανισμό. Ο μηχανισμός δράσης τους διαφέρει σημαντικά από αυτόν των αντιβιοτικών, καθώς στοχεύουν σε συγκεκριμένα στάδια του κύκλου ζωής των ιών.
Η βασική διαφορά μεταξύ ιών και βακτηρίων είναι ότι οι ιοί είναι πολύ μικρότεροι, δεν διαθέτουν κυτταρικό τοίχωμα και χρειάζονται κυττάρα-ξενιστές για να αναπαραχθούν. Αντίθετα, τα βακτήρια είναι αυτόνομοι οργανισμοί με δικό τους μεταβολισμό. Γι' αυτό τον λόγο τα αντιβιοτικά, που στοχεύουν στον κυτταρικό τοίχωμα και τον μεταβολισμό των βακτηρίων, δεν είναι αποτελεσματικά κατά των ιών.
Η έγκαιρη αντιική θεραπεία είναι κρίσιμη για την αποτελεσματικότητά της, καθώς τα περισσότερα αντιικά φάρμακα είναι πιο αποτελεσματικά όταν χορηγούνται εντός 48 ωρών από την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Η επιλογή του κατάλληλου αντιικού φαρμάκου εξαρτάται από τον τύπο του ιού, τη σοβαρότητα της λοίμωξης και την κατάσταση του ασθενούς.
Τα αντιικά φάρμακα κατηγοριοποιούνται ανάλογα με τον μηχανισμό δράσης τους και τους ιούς που στοχεύουν. Οι κύριες κατηγορίες περιλαμβάνουν διάφορες ομάδες με εξειδικευμένες δράσεις.
Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει κυρίως την Oseltamivir (Tamiflu) και την Zanamivir (Relenza), που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία και πρόληψη της γρίπης. Αυτά τα φάρμακα αναστέλλουν το ένζυμο νευραμινιδάση, εμποδίζοντας την απελευθέρωση νέων ιικών σωματιδίων από τα μολυσμένα κύτταρα.
Κάθε κατηγορία αντιικών φαρμάκων έχει συγκεκριμένες ενδείξεις και αντενδείξεις, και η επιλογή του κατάλληλου φαρμάκου πρέπει πάντα να γίνεται από ιατρό.
Το Tamiflu αποτελεί ένα από τα πιο αποτελεσματικά αντιικά φάρμακα για τη θεραπεία και πρόληψη της γρίπης. Στην Ελλάδα διατίθεται με ιατρική συνταγή σε κάψουλες 30mg, 45mg και 75mg, καθώς και σε σκόνη για παρασκευή εναιωρήματος. Η συνιστώμενη δοσολογία για ενήλικες είναι 75mg δύο φορές ημερησίως για 5 ημέρες, ενώ για την πρόληψη χορηγείται 75mg μία φορά ημερησίως.
Το Relenza χορηγείται αποκλειστικά μέσω εισπνοής με ειδικό εισπνευστήρα (Diskhaler). Η δραστική ουσία zanamivir δρα τοπικά στο αναπνευστικό σύστημα, μειώνοντας τις παρενέργειες. Χορηγείται σε δόση 10mg (2 εισπνοές) δύο φορές ημερησίως για 5 ημέρες. Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς με άσθμα ή ΧΑΠ.
Το aciclovir διατίθεται στην ελληνική αγορά σε πολλές φαρμακευτικές μορφές για να καλύπτει διαφορετικές θεραπευτικές ανάγκες. Οι διαθέσιμες μορφές περιλαμβάνουν δισκία 200mg, 400mg και 800mg, ενέσιμο διάλυμα και κρέμες 5% για τοπική εφαρμογή. Χρησιμοποιείται κυρίως για λοιμώξεις από ιούς έρπη και ανεμοβλογιάς.
Το valaciclovir αποτελεί προφάρμακο του aciclovir με σημαντικά βελτιωμένη βιοδιαθεσιμότητα. Τα κύρια πλεονεκτήματά του είναι η μειωμένη συχνότητα χορήγησης (2-3 φορές ημερησίως έναντι 5 φορών του aciclovir), η καλύτερη απορρόφηση από το γαστρεντερικό και η αυξημένη συμμόρφωση των ασθενών στη θεραπεία.
Το ganciclovir χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε νοσοκομειακό περιβάλλον για σοβαρές λοιμώξεις από κυτταρομεγαλοϊό (CMV), ιδιαίτερα σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς. Διατίθεται σε ενέσιμη μορφή και απαιτεί στενή παρακολούθηση λόγω των σοβαρών παρενεργειών που μπορεί να προκαλέσει, όπως μυελοκαταστολή.
Για τη συμπτωματική ανακούφιση από ιογενείς λοιμώξεις, διατίθενται αναλγητικά-αντιπυρετικά όπως παρακεταμόλη και ιβουπροφαίνη. Επίσης, υπάρχουν τοπικά προϊόντα για τον έρπη των χειλιών που περιέχουν aciclovir ή docosanol, καθώς και παστίλιες και σπρέι για το λαιμό με αντισηπτικές ιδιότητες.
Στην ελληνική αγορά διατίθενται εκχυλίσματα εχινάκειας, προπόλεως και άλλων φυτών με φερόμενες ανοσοενισχυτικές ιδιότητες. Τα προϊόντα αυτά δεν έχουν αποδεδειγμένη αντιική δράση αλλά μπορούν να συμπληρώνουν τη συμπτωματική θεραπεία. Είναι σημαντικό να συμβουλεύεστε πάντα τον φαρμακοποιό σας πριν τη χρήση τους.
Τα αντιγριπικά φάρμακα όπως το oseltamivir και το zanamivir χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της εποχικής γρίπης όταν χορηγηθούν εντός 48 ωρών από την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Μπορούν να μειώσουν τη διάρκεια της ασθένειας κατά 1-2 ημέρες και την ένταση των συμπτωμάτων. Για την πρόληψη, χορηγούνται σε άτομα υψηλού κινδύνου που έχουν εκτεθεί στον ιό.
Οι λοιμώξεις από ιούς απλού έρπη αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά με aciclovir, valaciclovir ή famciclovir. Οι ενδείξεις περιλαμβάνουν:
Ο ιός της ανεμοβλογιάς-κεραυνοβόλου αντιμετωπίζεται με aciclovir ή valaciclovir. Στα παιδιά με ανεμοβλογιά, η αντιική θεραπεία συνιστάται μόνο σε περιπτώσεις υψηλού κινδύνου. Στους ενήλικες με κεραυνοβόλο, η έγκαιρη θεραπεία μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο μετα-ερπητικής νευραλγίας.
Οι λοιμώξεις από CMV αποτελούν σοβαρή απειλή για ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς, όπως μεταμοσχευμένους και ασθενείς με AIDS. Η θεραπεία γίνεται με ganciclovir, valganciclovir ή foscarnet, ανάλογα με τη σοβαρότητα και την εντόπιση της λοίμωξης. Απαιτείται στενή παρακολούθηση και εργαστηριακός έλεγχος.
Για τη χρόνια ηπατίτιδα Β χρησιμοποιούνται αναλόγους νουκλεοσιδίων όπως η lamivudine, η adefovir, η entecavir και η tenofovir. Η θεραπεία στοχεύει στην καταστολή της ιικής αναπαραγωγής, τη βελτίωση της ηπατικής ιστολογίας και την πρόληψη επιπλοκών όπως κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα.
Στα παιδιά, ορισμένες σοβαρές αναπνευστικές ιώσεις μπορεί να απαιτήσουν αντιική θεραπεία. Η ribavirin χρησιμοποιείται σε σοβαρές περιπτώσεις RSV βρογχιολίτιδας, ενώ η εγκεκριμένη χρήση αντιγριπικών φαρμάκων επεκτείνεται και στην παιδιατρική ηλικία για παιδιά άνω του 1 έτους με συνοδά νοσήματα ή σοβαρή κλινική εικόνα.
Η δοσολογία των αντιικών φαρμάκων εξαρτάται από την ηλικία, το βάρος και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων. Για ενήλικες, η συνήθης δόση κυμαίνεται από 75-150mg ημερησίως, ενώ για παιδιά άνω των 13 ετών η δόση είναι συνήθως χαμηλότερη. Η θεραπεία πρέπει να ξεκινά εντός 48 ωρών από την εμφάνιση των συμπτωμάτων για μέγιστη αποτελεσματικότητα.
Οι συχνότερες παρενέργειες περιλαμβάνουν ναυτία, εμετό, κεφαλαλγία και ζάλη. Σε έγκυες και θηλάζουσες μητέρες απαιτείται ιατρική παρακολούθηση. Τα αντιικά μπορεί να αλληλεπιδρούν με αντιπηκτικά φάρμακα και ορισμένα αντιβιοτικά.
Η αποτελεσματικότητα των αντιικών φαρμάκων εξαρτάται κρίσιμα από τον χρόνο έναρξης της θεραπείας. Η θεραπεία είναι πιο αποτελεσματική όταν ξεκινά εντός των πρώτων 24-48 ωρών από την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Είναι σημαντικό να ολοκληρώσετε την πλήρη θεραπευτική αγωγή, ακόμα και αν αισθάνεστε καλύτερα.
Παράλληλα με τη φαρμακευτική θεραπεία, εφαρμόστε μέτρα πρόληψης όπως το πλύσιμο των χεριών και την αποφυγή κοντινής επαφής με ασθενείς. Ενισχύστε το ανοσοποιητικό σας σύστημα με υγιεινή διατροφή, επαρκή ύπνο και βιταμίνες. Τα αντιικά δεν είναι πάντα απαραίτητα για ήπιες ιογενείς λοιμώξεις που μπορούν να αντιμετωπιστούν με συμπτωματική θεραπεία και ανάπαυση.